Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2010

Δευτέρα

Νομίζω οτι δεν θα βγω ποτέ.
Περπατάω τόσους μήνες στον λαβύρινθο που μου προσφέρει ατελείωτο το μυαλό μου -που μοιάζει ατελείωτο. Βλέπω αντικατοπτρισμούς σα να περπατάω στην έρημο, μου δείχνουν τον δρόμο, μετά χάνονται -όπως χάνονται οι εικόνες που σχηματίζει το μυαλό, απλά, απότομα. Θα ήθελα να είμαι στην έρημο, να νιώθω τον ήλιο να ψήνει το δέρμα μου αντί να νιώθω το κάψιμο στα χείλη.
Δεν ξέρω που θα έβγαινα αν κατάφερνα να ακολουθήσω επιτέλους τη σωστή πορεία, αλλά έχω την πεποίθηση οτι θέλω να φτάσω εκεί. Ξέρω ποιόν θα βρω, θέλω να τους βρω, κρατάω τα μάτια μου κλειστά ώστε να μην αποπροσανατολίζομαι, αλλά ξεχνάω οτι δεν είναι τα μάτια μου που με μπερδεύουν.
Κάθε εικόνα που σβήνει, με σβήνει μαζί της καθώς εγώ είμαι που την πλάθω αρχικά. Χαίρεται που παρίσταται και αιωρείται μπροστά μου -μια μικρή ανάπαυλα για ένα κουρασμένο μυαλό και ένα ταλαιπωρημένο σώμα- και μετά σβήνει και αφήνει αυτό που συνάντησε κουτσουρεμένο από την ίδια.
Ατελείωτες εικόνες σε έναν μακρύ διάδρομο, παρελθόν, παρόν και μέλλον, σκηνοθετημένες από το μυαλό και την ψυχή και σβησμένες από το κομματάκι αυτονομίας που αυτά τους προσέφεραν -σαν επαναστάτης γιος ενάντια στον πατέρα που εξακολουθεί να τον θρέφει-.
Κάνω έναν γύρο, γύρω από τον εαυτό μου και εισχωρεί η μία στην άλλη, ένα όμορφο ονειρικό παρόν, που στο τέλος της στροφής εξαφανίζεται και σε αφήνει ξέπνοο να προσπαθείς να σταθεροποιήσεις τη θέα γύρω σου.
Περπατάω ακόμα, σχεδιάζω εικόνες, τις χρωματίζω -μόνο αυτό ξέρω να κάνω- και τις αφήνω ελεύθερες να αποκτήσουν προσωπικότητα. Η αγωνία για το ποιό μέρος μου θα απομείνει ακέραιο στο τέλος της διαδρομής εντείνεται.

Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2010

Σε ένα παράθυρο

Ένας κόσμος ολόκληρος κινείται κάτω από κόκκινες ομπρέλες. Κάπου μέσα σ' αυτές, ξεχωρίζει -βγάζει μάτι πραγματικά- μία έντονα πράσινη που κινείται μέσα σ' όλες αν και κοντοστέκεται συχνά -κάθε φορά που συναντά μια αντίθετα κινούμενη κόκκινη. Οι μάχες κόκκινου-πράσινου, καταλήγουν με βέβαιη νίκη του πρώτου, το πράσινο υποχωρεί, κινείται λίγο πλάγια και συνεχίζει λίγα μέτρα μέχρι το επόμενο κόκκινο.
Αυτό γίνεται για ώρες, δυνατή βροχή κάνει τα περιγράμματα ασαφή και τα χρώματα εκτυφλωτικά -με πάντα το γενικό κόκκινο να ηγείται του μοναδικού πράσινου. Κάθε φορά που πέφτει κεραυνός, σπάει σε χιλιάδες μικρά κομμάτια -ένα για κάθε ομπρέλα- και τις χτυπά κατευθείαν στο κέντρο, στο μεταλλικό κομματάκι που προεξέχει στην κορυφή τους. Κάθε φορά που βροντάει, βλέπεις στιγμιαία την πράσινη να μισοεξαφανίζεται, να χαμηλώνει. Μετά σηκώνεται.
Αργότερα αρκετά, η βροχή σταματάει. Ακούγονται ακόμα κάποια σκόρπια, υπόκωφα μπουμπουνητά. Οι ομπρέλες κλείνουν συγχρονισμένα και τη θέση τους παίρνει ένα πλήθος με πράσινα μαλλιά -κάπου στη μέση τους και ένα κεφάλι με κόκκινα. Μετά από έναν γενικό δισταγμό, το πλήθος τακτοποιείται στα πλάγια του δρόμου κι αρχίζει να κινείται αποφασιστικά αλλά λιγότερο μαχητικά από πριν, στα πεζοδρόμια. Ο καθένας περπατάει βιαστικά προς κάποια σημαντική κατεύθυνση, μια συνηθισμένη πόλη κατά τη διάρκεια του οχταώρου. Το κόκκινο κεφάλι απομένει διστακτικό στη μέση της λεωφόρου. Ακούγονται κορναρίσματα -ξαφνική εμφάνιση αυτοκινήτων. Πράσινων. Το κεφάλι γυρίζει ένα γύρο ξαφνιασμένο, οπισθοχωρεί προς το δεξί πεζοδρόμιο, ψαχουλεύει μια τσέπη, βγάζει ένα κουβαριασμένο πράσινο σκουφί και το φοράει.
Με μισόκλειστα τα μάτια, ένας κόσμος ολόκληρος κινείται τακτικά στα πεζοδρόμια, ένας κόσμος με πράσινα μαλλιά.

Τρίτη στους τέσσερις

Βιαστικά λόγω ώρας -είναι τόσο περασμένη για να είναι νωρίς-, ήθελα να ρωτήσω... Θα μείνεις μαζί μου για πάντα; Ακόμα κι αν αυτό λήγει αύριο;

Δεν ήξερα τότε και δεν κατάλαβα την απάντηση. Θα διαφωνούσε κανείς άραγε πως δεν χρειαζόταν απάντηση;
Μπορώ εγώ να μην προσέξω οτι η διαφωνία του θα ήταν ανούσια;
Αναρωτιέμαι, αν η κοπέλα που ξεστόμισε την φράση ίσα ίσα για να την ακούσω, αντιλαμβανόταν οτι δεν ήταν παρά η πιο γλυκιά αποπομπή που θα μπορούσε να διατυπώσει κανείς.

Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2010

Στον 4ο

Σε κοιτάω να κινείσαι στο δωμάτιο, περπατάς προς την πόρτα, γυρίζεις πίσω, μου χαμογελάς, κάθεσαι στο πάτωμα. Ανοίγεις ένα βιβλίο, συνοφρυώνεσαι, διαβάζεις, γυρίζεις σελίδες, αγγίζεις με το αριστερό χέρι το πηγούνι σου. Τη μία στιγμή είσαι όμορφος, την επόμενη περίεργος, την άλλη άσχημος, μετά εξωπραγματικός (μα είναι αδύνατο τα χαρακτηριστικά σου να διατάσσονται έτσι!). Κοιτάζω μια φωτογραφία σου στο κινητό μου με απορία -είσαι όμορφος! Πιο πολύ από οτι συνήθως. Μαζεύω από το γραφείο μου ένα σκιτσάκι που έκανα χθες -το πρόσωπό σου-, δεν είναι τόσο πιστό όσο θα ήθελα τελικά, αλλά σου μοιάζει εξωπραγματικά πολυ. Ναι, και τα δύο ταυτόχρονα. Γυρνάω και σε κοιτάζω, νιώθω οτι σε ζωγραφίζω με τα μάτια μου, το ελαφρά σκυμμένο πρόσωπο σου -το μέτωπο, τη μακριά μύτη, το στόμα που κινείται ελαφρά- από πάνω προς τα κάτω. Γυρνάς και με κοιτάς -το αριστερό μάτι σου για μια στιγμή είναι και παλι εξωπραγματικά κοντά στη μύτη, το στόμα σου ανοίγει περίεργα ενώ με ρωτάς τι τρέχει. Απαντάω αυθόρμητα, οτι οι φωτογραφίες σου παραείναι τακτοποιημένες. Βάζεις τα γέλια και κάνεις μια γκριμάτσα, μετά χαμογελάς.
Πρέπει να προλάβω να σε ζωγραφίσω πολλές φορές.

Σάββατο 2 Οκτωβρίου 2010

Run Forrest

Νύχτα ειλικρίνιας. Πίνω Αpelia και καπνίζω με πρησμένο λαιμό. Essential insanities. Δύο λεξούλες χαρακτηρίζουν ό,τι γράφω ως παραλογισμούς (ουσιώδεις, αμε!) ώστε να μην χαρακτηριστούν επεξεργασμένες σκέψεις. Κακά τα ψέματα -και έχω δώσει όρκο-, δεν υπάρχει λεπτό της ημέρας που να μη σκέφτομαι. Και όταν κοιμάμαι, φροντίζω να βάζω τις σκέψεις μου -όλες μαζί- σε ένα όνειρο. Ξυπνάω και πιάνω τη σκέψη που το βράδυ είχε αναλάβει το φεγγάρι αντί για μένα. Από εκεί που την είχα αφήσει εγώ! Μετακόμισα πρόσφατα, δεν μένω εδώ παρά λίγους μήνες. Δεν περιγράφεται η χαρά που με κατέλαβε, όταν ανακάλυψα οτι έπιασα σπίτι με θέα στο φεγγάρι.

Προσπαθώ να κατανοήσω τον ορισμό της "ευτυχίας". Είσαι ευτυχισμένος όταν είσαι ικανοποιημένος από τη ζωή σου; Όταν θεωρήσεις οτι (κατά λέξη) έχεις ευνοηθεί από την τύχη; Όταν γκρινιάζεις για ανούσιους παραλογισμούς; Όταν ξυπνάς το πρωί και ξεκινάς τη μέρα σου αντί να περιμένεις τη νύχτα;
Εγώ περιμένω τη νύχτα. Η ευτυχία μού φαίνεται τόσο υπερεκτιμημένη! Αλλά δεν έχω αρκετά γειωμένη ματιά, εξακολουθώ να είμαι εκεί πάνω. Συνειδητά.

Φοβάμαι, αυτές τις μέρες φοβάμαι συνεχώς. Αγαπάω τους πάντες, αυτοκαταστρέφομαι, νοσταλγώ, είμαι απόλυτα αγχωμένη και απόλυτα ζωντανή. Όλα περνούν έντονα, σα να είμαι ταγμένη στη ζωή. Φοβάμαι, ναι.

Κάποτε θα περνάω τη μέρα μου, σα να τρώω μενού ορισμένο από τον μαιτρ ακριβού εστιατορίου. Με ακρίβεια, στόχο, λεπτoμέρεια, προσήλωση .
Μπα.

Κάποτε θα περνάω τη μέρα μου και δεν θα το καταλαβαίνω, θα έχω ξεχάσει οτι η μέρα στ' αλήθεια τελειώνει με τη νύχτα.
Όχι.

Η μέρα τελειώνει με τη νύχτα. Ό,τι γίνεται τη νύχτα παραγράφεται, εκτός κι αν συζητηθεί την ημέρα.
Το αντίθετο δεν ισχύει. Αν συζητηθεί η μέρα, είναι απλώς για να πυροδοτηθεί η αρχή της νύχτας.
Δεν ξέρω αν αυτό έχει σχέση με το σκοτάδι. Νομίζω πως όχι. Η νύχτα είναι το δικαίωμά μας να είμαστε ο εαυτός μας. Η μέρα δεν το επιτρέπει, έχει ανάγκη να είμαστε ο βελτιωμένος εαυτός μας -ευπαρουσίαστος, εύστοχος. Το σκοτάδι δημιουργήθηκε ως μια ευαίσθητη προσαρμογή του φωτός στην κατάστασή μας. Το φως βλέπεις είναι ανασφαλές, αλλά γλυκό.