Πέμπτη 25 Νοεμβρίου 2010

Πράσινο

Και αν. Ο πόνος δεν είναι παρά μια συνάρτηση του χρόνου. Τι γίνεται τότε;
Δηλαδή, κολλάω τα χέρια μου στο καλοριφέρ και καίγομαι, αλλά μόνο όσο τα ακουμπάω.
Κάθομαι την καρέκλα του οδοντιάτρου και πονάω αλλά ξέρω οτι ο πόνος θα λήξει. Και λήγει.

Το άλλο τί είναι τότε;

Ανάμνηση του πόνου. Ίσως. Αλλά η ζωή υποτίθεται είναι δεμένη με τον πόνο, ίσως και η Ζωή, αλλά αν η ζωή απαρτίζεται από στιγμές αυτό έχει νόημα; Η απαρτίζεται από αναμνήσεις; Ή η Ζωή ζει με τις αναμνήσεις;

Ή ο πόνος είναι και συνάρτηση του τρόμου; Των αναμνήσεων;

Και αν μου απαντούσε κάποιος, τί νόημα θα είχε;

Το θέμα είναι η Ζωή.
Που καθόταν στο κρεβάτι κοιτώντας το ταβάνι και πάλευε να μετρήσει τους ρόζους του ξύλου, αλλά δεν την ενδιέφερε, όπως και το οτι την πονούσε το σώμα της. Είχε μόλις γυρίσει, κοιτούσε το ταβάνι ανάσκελα χωρίς να του δίνει πραγματικά σημασία, γιατί στο κεφάλι της υπήρχε ένα αναβράζον κενό -προερχόμενο από λίγο πιο κάτω, σε μια νοητή ευθεία. Και σκεφτόταν την κραυγή που άκουσε από την κουζίνα -κάποιος κόπηκε- αλλά γιατί να σηκωθεί να τρέξει να δει, δηλαδή, έπρεπε να το κάνει, αλλά μπορούσε να κάνει σα να μην το άκουσε -τί θα άλλαζε αν θα πήγαινε; Πόσο αναίσθητη μπορούσε να είναι όμως; Αφού τους αγαπάει. Αλλά αυτό, σκεφτόταν, είναι αίσθηση ή επίγνωση;
Νεκρή που αναπνέει. Κανένας αποτρεπτικός πόνος, κανένας προτρεπτικός. Κυκλοφορούσε μέσα της κάτι, αλλά με προσωπεία ντροπής ή τρόμου -γιατί να το ονομάσει αλλιώς κανείς.
Μπορείς να πεις λοιπόν οτι κάποιος είναι δεμένος με τον πόνο, ενώ οι στιγμές έχουν καταργηθεί και οι αναμνήσεις έχουν ενοποιηθεί σε μια τεράστια σούπα εντυπώσεων;

Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2010

Αηδίιιιιιιιιιιιες

Περπατούσαν πάντα με τα πλευρά κολλημένα, όσο πιο κοντά μπορούσαν και με το χέρι του να σφίγγεται γύρω της -οχι κτητικά, δηλώνοντας επηρμένα την κατοχή του οικείου σώματος, αλλά με κάποιον παιδικό τρόμο στην ιδέα να περπατήσει χαμένος στο πλήθος.
Όταν κάποιο εμπόδιο στένευε το πέρασμα μπροστά τους, το χέρι του τεντωνόταν και χορευτικά της επέτρεπε να προηγηθεί και με χάρη να καταλήξει πάλι δίπλα του.
Αυτή κοιτούσε γύρω σα να ήταν Χριστούγεννα και κάθε φορά που έβλεπε κάτι που της άρεσε γύριζε και τον κοίταζε -ελάχιστη κίνηση του λαιμού χρειαζόταν για να βρεθούν τα μάτια τους σε ευθεία-, ωστέ να μοιραστεί την εικόνα και να την κάνει συζήτηση ή ανάμνηση. Και αυτός κάθε φορά σκεφτόταν "τα μάτια σου είναι μεγαλύτερα από ό,τι μπορεί να αντέξει κανείς" και τον καταλάμβανε χαρά και τρόμος.
Όταν φύσαγε, τα μαλλιά της χάιδευαν τον αυχένα του, προκαλώντας του ανατριχίλες. Όταν είχε λιακάδα, ένιωθε το χέρι του να λιώνει πάνω στο μπράτσο της. Όταν έβρεχε, αντάλλασαν σταγόνες που είχαν ποτίσει με το άρωμά τους.

Μία από αυτές κύλησε από το μάγουλο του μέχρι το χέρι της και από εκεί χύθηκε στο πεζοδρόμιο, έτρεξε κατά μήκος του δρόμου και ενώθηκε με άλλες σε ένα μεγαλούτσικο αυλάκι που χύθηκε στην άσφαλτο, σχίστηκε από τις ρόδες τριών αυτοκινήτων και γέμισε τον αέρα με ιστορίες, που χώθηκε μέσα από χαράδρες κατεβασμένων ρολών και γέμισε ανισομεγέθεις πνεύμονες, που εισέπνεαν βεβιασμένα, βαρώντας νευρικά πληκτρολόγια.

Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2010

Σικ

Σήμερα τρώω μια ψεύτικη πίτσα, με απίστευτη διάθεση να αυτοσαρκάσω και τεράστια αντίσταση στην ανακούφιση της εν λόγω ειρωνείας.
Τι συμβαίνει;
Κουβαλάς μια αγκαλιά χρυσάνθεμα μέχρι το σπίτι, μέσα σε άδειους δρόμους, αποχρωματισμένους από τη βροχή, μέσα σε κόσμο που σε κοιτάει στα μάτια. Ακριβώς πριν από τα πόδια. Είναι μυστήρια αίσθηση, γιατί δεν πρέπει να τους συμβεί τίποτα κακό και χτυπάει τρεις φορές το τηλέφωνο -που δεν τολμάς να κλείσεις ούτε το βράδυ- την ώρα που τους βάζεις νερό. Είναι μυστήρια αίσθηση.