Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010

Ταξί

"Μην είσαι τόσο επικριτική με τους άλλους, βλέπεις, για κάποιους είναι η κατάσταση για κάποιους ο χαρακτήρας και το χειρίζονται ανάλογα με το τί είναι καλύτερο για τους ίδιους. Κατά κανόνα, όσοι ενδιαφέρονται για σένα απολαμβάνουν χρόνο μαζί σου και σε στέλνουν στο διάολο όταν είναι προτιμότερο. Εκτός από αυτούς που έχουν γαμηθεί εκ των έσω και όλο τους το μέλλον είναι αναμνήσεις σκέψεων και παρακολούθησης -με εξαίρεση λίγες φρέσκες στιγμές μέσα στον χρόνο. Καληνύχτα."

Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2010

In the midnight hour she cried "more, more, more"

* Θα γράψω όταν γυρίσω σπίτι, ό,τι σημειώνω με μισά γράμματα πίσω από μία απόδειξη.
Μία ιστορία πίσω από την πλάτη μου, κάτι σαν "θα με δει ο μπαμπάς να κάνω πατινάζ!" και δεν είναι πολύ μακριά από τη δική μου. Με είχε δει κι εμένα να γλιστράω πάνω στον πάγο αλλά δε με καμάρωσε. Οι ελιγμοί μου πάνω στη ζεματιστή επιφάνεια του προκαλούσαν τρόμο, ήταν απέξω και ανήμπορος να παρέμβει -με είδε με αληθινή φρίκη να πέφτω δυο-τρεις φορές.
Μπήκα στον πειρασμό να γυρίσω να πω στο αγοράκι πίσω μου οτι στους μπαμπάδες δεν αρέσει να κάνουμε πατινάζ, αλλά θα του στερούσα την ομορφιά του ιλίγγου.


* Παρατηρείς τον κόσμο και το βλέμμα σου σκαλώνει σε έναν νεαρό με ριγέ ζιβάγκο και σοβαρή έκφραση. Ασφαλής απόσταση παρατήρησης. Παρατηρείς αυτοσαρκάζοντας για κάθε στερεότυπο που ανασύρει η εικόνα του στο μυαλό σου, προσπαθείς να διαλύσεις τα πάντα, να μειώσεις στο ελάχιστο την αυτοεκτίμησή σου, ώστε τα πάντα να γίνουν πιο εύκολα. Εν τέλει, αποτυγχάνεις παταγωδώς ανακαλύπτοντας οτι είναι τρομερά δύσκολο ξεπεράσεις τόσο βολικά μια αντίληψη που έχεις διαμορφώσει για σένα μετά από χρόνια παρατήρησης!


* Στα κλάσματα δευτερολέπτου που μεσολαβούν από την όραση στην κατανόηση.
Βλέπεις ένα όνομα στην οθόνη του κινητού και είναι οικείο, αλλά δεν έχεις ιδέα ποιός είναι, απαντάς κ ήδη ξέρεις.
Χαμογελάς ενώ μιλάς σε κάποιον και ανακαλύπτεις ξαφνικά οτι έχει αρχίσει να μιλάει για την άρρωστη αδερφή του.
Ζώντας με δύο ζευγάρια μάτια.

Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2010

20th

Κι εκεί που νομίζεις οτι αναπνέεις χνώτα, βρίσκεσαι μπουκωμένος με βροχή, εισπνέεις και εκπνέεις βροχή, ποτίζοντας το χορτάρι που θεριεύει απότομα και μπλέκεται στα πόδια σου, τυλίγει τα πόδια σου -που τινάζονται σπασμωδικά- αλλά κοιτώντας κάτω, βλέπεις οτι είναι τα μαλλιά σου -και τα κόβεις. Κάθεσαι στο χώμα, εκπνέεις πάλι, αργά, συγκεντρωμένα, στο στόμιο ενός μπουκαλιού που φύλαγες πάντα στην τσέπη σου, το σφραγίζεις καλά με μικρά κουβάρια από τις δικές σου κομμένες τούφες και το πετάς μακριά. Χάνεται και ακούς τον ήχο του καθώς πετάει στον αέρα -κάτι σαν αφρικανικό τραγούδι.

Πέμπτη 25 Νοεμβρίου 2010

Πράσινο

Και αν. Ο πόνος δεν είναι παρά μια συνάρτηση του χρόνου. Τι γίνεται τότε;
Δηλαδή, κολλάω τα χέρια μου στο καλοριφέρ και καίγομαι, αλλά μόνο όσο τα ακουμπάω.
Κάθομαι την καρέκλα του οδοντιάτρου και πονάω αλλά ξέρω οτι ο πόνος θα λήξει. Και λήγει.

Το άλλο τί είναι τότε;

Ανάμνηση του πόνου. Ίσως. Αλλά η ζωή υποτίθεται είναι δεμένη με τον πόνο, ίσως και η Ζωή, αλλά αν η ζωή απαρτίζεται από στιγμές αυτό έχει νόημα; Η απαρτίζεται από αναμνήσεις; Ή η Ζωή ζει με τις αναμνήσεις;

Ή ο πόνος είναι και συνάρτηση του τρόμου; Των αναμνήσεων;

Και αν μου απαντούσε κάποιος, τί νόημα θα είχε;

Το θέμα είναι η Ζωή.
Που καθόταν στο κρεβάτι κοιτώντας το ταβάνι και πάλευε να μετρήσει τους ρόζους του ξύλου, αλλά δεν την ενδιέφερε, όπως και το οτι την πονούσε το σώμα της. Είχε μόλις γυρίσει, κοιτούσε το ταβάνι ανάσκελα χωρίς να του δίνει πραγματικά σημασία, γιατί στο κεφάλι της υπήρχε ένα αναβράζον κενό -προερχόμενο από λίγο πιο κάτω, σε μια νοητή ευθεία. Και σκεφτόταν την κραυγή που άκουσε από την κουζίνα -κάποιος κόπηκε- αλλά γιατί να σηκωθεί να τρέξει να δει, δηλαδή, έπρεπε να το κάνει, αλλά μπορούσε να κάνει σα να μην το άκουσε -τί θα άλλαζε αν θα πήγαινε; Πόσο αναίσθητη μπορούσε να είναι όμως; Αφού τους αγαπάει. Αλλά αυτό, σκεφτόταν, είναι αίσθηση ή επίγνωση;
Νεκρή που αναπνέει. Κανένας αποτρεπτικός πόνος, κανένας προτρεπτικός. Κυκλοφορούσε μέσα της κάτι, αλλά με προσωπεία ντροπής ή τρόμου -γιατί να το ονομάσει αλλιώς κανείς.
Μπορείς να πεις λοιπόν οτι κάποιος είναι δεμένος με τον πόνο, ενώ οι στιγμές έχουν καταργηθεί και οι αναμνήσεις έχουν ενοποιηθεί σε μια τεράστια σούπα εντυπώσεων;

Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2010

Αηδίιιιιιιιιιιιες

Περπατούσαν πάντα με τα πλευρά κολλημένα, όσο πιο κοντά μπορούσαν και με το χέρι του να σφίγγεται γύρω της -οχι κτητικά, δηλώνοντας επηρμένα την κατοχή του οικείου σώματος, αλλά με κάποιον παιδικό τρόμο στην ιδέα να περπατήσει χαμένος στο πλήθος.
Όταν κάποιο εμπόδιο στένευε το πέρασμα μπροστά τους, το χέρι του τεντωνόταν και χορευτικά της επέτρεπε να προηγηθεί και με χάρη να καταλήξει πάλι δίπλα του.
Αυτή κοιτούσε γύρω σα να ήταν Χριστούγεννα και κάθε φορά που έβλεπε κάτι που της άρεσε γύριζε και τον κοίταζε -ελάχιστη κίνηση του λαιμού χρειαζόταν για να βρεθούν τα μάτια τους σε ευθεία-, ωστέ να μοιραστεί την εικόνα και να την κάνει συζήτηση ή ανάμνηση. Και αυτός κάθε φορά σκεφτόταν "τα μάτια σου είναι μεγαλύτερα από ό,τι μπορεί να αντέξει κανείς" και τον καταλάμβανε χαρά και τρόμος.
Όταν φύσαγε, τα μαλλιά της χάιδευαν τον αυχένα του, προκαλώντας του ανατριχίλες. Όταν είχε λιακάδα, ένιωθε το χέρι του να λιώνει πάνω στο μπράτσο της. Όταν έβρεχε, αντάλλασαν σταγόνες που είχαν ποτίσει με το άρωμά τους.

Μία από αυτές κύλησε από το μάγουλο του μέχρι το χέρι της και από εκεί χύθηκε στο πεζοδρόμιο, έτρεξε κατά μήκος του δρόμου και ενώθηκε με άλλες σε ένα μεγαλούτσικο αυλάκι που χύθηκε στην άσφαλτο, σχίστηκε από τις ρόδες τριών αυτοκινήτων και γέμισε τον αέρα με ιστορίες, που χώθηκε μέσα από χαράδρες κατεβασμένων ρολών και γέμισε ανισομεγέθεις πνεύμονες, που εισέπνεαν βεβιασμένα, βαρώντας νευρικά πληκτρολόγια.

Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2010

Σικ

Σήμερα τρώω μια ψεύτικη πίτσα, με απίστευτη διάθεση να αυτοσαρκάσω και τεράστια αντίσταση στην ανακούφιση της εν λόγω ειρωνείας.
Τι συμβαίνει;
Κουβαλάς μια αγκαλιά χρυσάνθεμα μέχρι το σπίτι, μέσα σε άδειους δρόμους, αποχρωματισμένους από τη βροχή, μέσα σε κόσμο που σε κοιτάει στα μάτια. Ακριβώς πριν από τα πόδια. Είναι μυστήρια αίσθηση, γιατί δεν πρέπει να τους συμβεί τίποτα κακό και χτυπάει τρεις φορές το τηλέφωνο -που δεν τολμάς να κλείσεις ούτε το βράδυ- την ώρα που τους βάζεις νερό. Είναι μυστήρια αίσθηση.

Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2010

Δευτέρα

Νομίζω οτι δεν θα βγω ποτέ.
Περπατάω τόσους μήνες στον λαβύρινθο που μου προσφέρει ατελείωτο το μυαλό μου -που μοιάζει ατελείωτο. Βλέπω αντικατοπτρισμούς σα να περπατάω στην έρημο, μου δείχνουν τον δρόμο, μετά χάνονται -όπως χάνονται οι εικόνες που σχηματίζει το μυαλό, απλά, απότομα. Θα ήθελα να είμαι στην έρημο, να νιώθω τον ήλιο να ψήνει το δέρμα μου αντί να νιώθω το κάψιμο στα χείλη.
Δεν ξέρω που θα έβγαινα αν κατάφερνα να ακολουθήσω επιτέλους τη σωστή πορεία, αλλά έχω την πεποίθηση οτι θέλω να φτάσω εκεί. Ξέρω ποιόν θα βρω, θέλω να τους βρω, κρατάω τα μάτια μου κλειστά ώστε να μην αποπροσανατολίζομαι, αλλά ξεχνάω οτι δεν είναι τα μάτια μου που με μπερδεύουν.
Κάθε εικόνα που σβήνει, με σβήνει μαζί της καθώς εγώ είμαι που την πλάθω αρχικά. Χαίρεται που παρίσταται και αιωρείται μπροστά μου -μια μικρή ανάπαυλα για ένα κουρασμένο μυαλό και ένα ταλαιπωρημένο σώμα- και μετά σβήνει και αφήνει αυτό που συνάντησε κουτσουρεμένο από την ίδια.
Ατελείωτες εικόνες σε έναν μακρύ διάδρομο, παρελθόν, παρόν και μέλλον, σκηνοθετημένες από το μυαλό και την ψυχή και σβησμένες από το κομματάκι αυτονομίας που αυτά τους προσέφεραν -σαν επαναστάτης γιος ενάντια στον πατέρα που εξακολουθεί να τον θρέφει-.
Κάνω έναν γύρο, γύρω από τον εαυτό μου και εισχωρεί η μία στην άλλη, ένα όμορφο ονειρικό παρόν, που στο τέλος της στροφής εξαφανίζεται και σε αφήνει ξέπνοο να προσπαθείς να σταθεροποιήσεις τη θέα γύρω σου.
Περπατάω ακόμα, σχεδιάζω εικόνες, τις χρωματίζω -μόνο αυτό ξέρω να κάνω- και τις αφήνω ελεύθερες να αποκτήσουν προσωπικότητα. Η αγωνία για το ποιό μέρος μου θα απομείνει ακέραιο στο τέλος της διαδρομής εντείνεται.

Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2010

Σε ένα παράθυρο

Ένας κόσμος ολόκληρος κινείται κάτω από κόκκινες ομπρέλες. Κάπου μέσα σ' αυτές, ξεχωρίζει -βγάζει μάτι πραγματικά- μία έντονα πράσινη που κινείται μέσα σ' όλες αν και κοντοστέκεται συχνά -κάθε φορά που συναντά μια αντίθετα κινούμενη κόκκινη. Οι μάχες κόκκινου-πράσινου, καταλήγουν με βέβαιη νίκη του πρώτου, το πράσινο υποχωρεί, κινείται λίγο πλάγια και συνεχίζει λίγα μέτρα μέχρι το επόμενο κόκκινο.
Αυτό γίνεται για ώρες, δυνατή βροχή κάνει τα περιγράμματα ασαφή και τα χρώματα εκτυφλωτικά -με πάντα το γενικό κόκκινο να ηγείται του μοναδικού πράσινου. Κάθε φορά που πέφτει κεραυνός, σπάει σε χιλιάδες μικρά κομμάτια -ένα για κάθε ομπρέλα- και τις χτυπά κατευθείαν στο κέντρο, στο μεταλλικό κομματάκι που προεξέχει στην κορυφή τους. Κάθε φορά που βροντάει, βλέπεις στιγμιαία την πράσινη να μισοεξαφανίζεται, να χαμηλώνει. Μετά σηκώνεται.
Αργότερα αρκετά, η βροχή σταματάει. Ακούγονται ακόμα κάποια σκόρπια, υπόκωφα μπουμπουνητά. Οι ομπρέλες κλείνουν συγχρονισμένα και τη θέση τους παίρνει ένα πλήθος με πράσινα μαλλιά -κάπου στη μέση τους και ένα κεφάλι με κόκκινα. Μετά από έναν γενικό δισταγμό, το πλήθος τακτοποιείται στα πλάγια του δρόμου κι αρχίζει να κινείται αποφασιστικά αλλά λιγότερο μαχητικά από πριν, στα πεζοδρόμια. Ο καθένας περπατάει βιαστικά προς κάποια σημαντική κατεύθυνση, μια συνηθισμένη πόλη κατά τη διάρκεια του οχταώρου. Το κόκκινο κεφάλι απομένει διστακτικό στη μέση της λεωφόρου. Ακούγονται κορναρίσματα -ξαφνική εμφάνιση αυτοκινήτων. Πράσινων. Το κεφάλι γυρίζει ένα γύρο ξαφνιασμένο, οπισθοχωρεί προς το δεξί πεζοδρόμιο, ψαχουλεύει μια τσέπη, βγάζει ένα κουβαριασμένο πράσινο σκουφί και το φοράει.
Με μισόκλειστα τα μάτια, ένας κόσμος ολόκληρος κινείται τακτικά στα πεζοδρόμια, ένας κόσμος με πράσινα μαλλιά.

Τρίτη στους τέσσερις

Βιαστικά λόγω ώρας -είναι τόσο περασμένη για να είναι νωρίς-, ήθελα να ρωτήσω... Θα μείνεις μαζί μου για πάντα; Ακόμα κι αν αυτό λήγει αύριο;

Δεν ήξερα τότε και δεν κατάλαβα την απάντηση. Θα διαφωνούσε κανείς άραγε πως δεν χρειαζόταν απάντηση;
Μπορώ εγώ να μην προσέξω οτι η διαφωνία του θα ήταν ανούσια;
Αναρωτιέμαι, αν η κοπέλα που ξεστόμισε την φράση ίσα ίσα για να την ακούσω, αντιλαμβανόταν οτι δεν ήταν παρά η πιο γλυκιά αποπομπή που θα μπορούσε να διατυπώσει κανείς.

Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2010

Στον 4ο

Σε κοιτάω να κινείσαι στο δωμάτιο, περπατάς προς την πόρτα, γυρίζεις πίσω, μου χαμογελάς, κάθεσαι στο πάτωμα. Ανοίγεις ένα βιβλίο, συνοφρυώνεσαι, διαβάζεις, γυρίζεις σελίδες, αγγίζεις με το αριστερό χέρι το πηγούνι σου. Τη μία στιγμή είσαι όμορφος, την επόμενη περίεργος, την άλλη άσχημος, μετά εξωπραγματικός (μα είναι αδύνατο τα χαρακτηριστικά σου να διατάσσονται έτσι!). Κοιτάζω μια φωτογραφία σου στο κινητό μου με απορία -είσαι όμορφος! Πιο πολύ από οτι συνήθως. Μαζεύω από το γραφείο μου ένα σκιτσάκι που έκανα χθες -το πρόσωπό σου-, δεν είναι τόσο πιστό όσο θα ήθελα τελικά, αλλά σου μοιάζει εξωπραγματικά πολυ. Ναι, και τα δύο ταυτόχρονα. Γυρνάω και σε κοιτάζω, νιώθω οτι σε ζωγραφίζω με τα μάτια μου, το ελαφρά σκυμμένο πρόσωπο σου -το μέτωπο, τη μακριά μύτη, το στόμα που κινείται ελαφρά- από πάνω προς τα κάτω. Γυρνάς και με κοιτάς -το αριστερό μάτι σου για μια στιγμή είναι και παλι εξωπραγματικά κοντά στη μύτη, το στόμα σου ανοίγει περίεργα ενώ με ρωτάς τι τρέχει. Απαντάω αυθόρμητα, οτι οι φωτογραφίες σου παραείναι τακτοποιημένες. Βάζεις τα γέλια και κάνεις μια γκριμάτσα, μετά χαμογελάς.
Πρέπει να προλάβω να σε ζωγραφίσω πολλές φορές.

Σάββατο 2 Οκτωβρίου 2010

Run Forrest

Νύχτα ειλικρίνιας. Πίνω Αpelia και καπνίζω με πρησμένο λαιμό. Essential insanities. Δύο λεξούλες χαρακτηρίζουν ό,τι γράφω ως παραλογισμούς (ουσιώδεις, αμε!) ώστε να μην χαρακτηριστούν επεξεργασμένες σκέψεις. Κακά τα ψέματα -και έχω δώσει όρκο-, δεν υπάρχει λεπτό της ημέρας που να μη σκέφτομαι. Και όταν κοιμάμαι, φροντίζω να βάζω τις σκέψεις μου -όλες μαζί- σε ένα όνειρο. Ξυπνάω και πιάνω τη σκέψη που το βράδυ είχε αναλάβει το φεγγάρι αντί για μένα. Από εκεί που την είχα αφήσει εγώ! Μετακόμισα πρόσφατα, δεν μένω εδώ παρά λίγους μήνες. Δεν περιγράφεται η χαρά που με κατέλαβε, όταν ανακάλυψα οτι έπιασα σπίτι με θέα στο φεγγάρι.

Προσπαθώ να κατανοήσω τον ορισμό της "ευτυχίας". Είσαι ευτυχισμένος όταν είσαι ικανοποιημένος από τη ζωή σου; Όταν θεωρήσεις οτι (κατά λέξη) έχεις ευνοηθεί από την τύχη; Όταν γκρινιάζεις για ανούσιους παραλογισμούς; Όταν ξυπνάς το πρωί και ξεκινάς τη μέρα σου αντί να περιμένεις τη νύχτα;
Εγώ περιμένω τη νύχτα. Η ευτυχία μού φαίνεται τόσο υπερεκτιμημένη! Αλλά δεν έχω αρκετά γειωμένη ματιά, εξακολουθώ να είμαι εκεί πάνω. Συνειδητά.

Φοβάμαι, αυτές τις μέρες φοβάμαι συνεχώς. Αγαπάω τους πάντες, αυτοκαταστρέφομαι, νοσταλγώ, είμαι απόλυτα αγχωμένη και απόλυτα ζωντανή. Όλα περνούν έντονα, σα να είμαι ταγμένη στη ζωή. Φοβάμαι, ναι.

Κάποτε θα περνάω τη μέρα μου, σα να τρώω μενού ορισμένο από τον μαιτρ ακριβού εστιατορίου. Με ακρίβεια, στόχο, λεπτoμέρεια, προσήλωση .
Μπα.

Κάποτε θα περνάω τη μέρα μου και δεν θα το καταλαβαίνω, θα έχω ξεχάσει οτι η μέρα στ' αλήθεια τελειώνει με τη νύχτα.
Όχι.

Η μέρα τελειώνει με τη νύχτα. Ό,τι γίνεται τη νύχτα παραγράφεται, εκτός κι αν συζητηθεί την ημέρα.
Το αντίθετο δεν ισχύει. Αν συζητηθεί η μέρα, είναι απλώς για να πυροδοτηθεί η αρχή της νύχτας.
Δεν ξέρω αν αυτό έχει σχέση με το σκοτάδι. Νομίζω πως όχι. Η νύχτα είναι το δικαίωμά μας να είμαστε ο εαυτός μας. Η μέρα δεν το επιτρέπει, έχει ανάγκη να είμαστε ο βελτιωμένος εαυτός μας -ευπαρουσίαστος, εύστοχος. Το σκοτάδι δημιουργήθηκε ως μια ευαίσθητη προσαρμογή του φωτός στην κατάστασή μας. Το φως βλέπεις είναι ανασφαλές, αλλά γλυκό.

Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου 2010

Και σήμερα

.
.
.

*Σήμερα καπνίζω το ένα τσιγάρο μετά το άλλο.
Δεν είναι θέμα εθισμού. Απλώς τελειώνουν κ σβήνουν συνεχώς.

.
.
.

Among the garbage and the flowers

Κάθομαι γερμένη στο παράθυρο, με το μέτωπο κολλημένο στο τζάμι και παρατηρώ τις αστραπές φωτός στ' αριστερά μου. Κάθε τόσο χτυπάω ελαφρά στο γυαλί -αλλά είναι τόσο δροσερό.
Λίγη ώρα πριν, ήμουν με μια φίλη, που χαμογελάει τόσο ζεστά, που σε κάνει να νιώθεις παιδάκι -δεν υπάρχει περίπτωση να νιώσεις μόνος σου!
Και πριν από λίγα λεπτά μιλούσα με μια άλλη φίλη -το χαμόγελό της είναι ελαφρό, συνήθως λίγο ειρωνικό ή αμήχανο. Ντροπαλή εκφραστικότητα.

Έχει να μου συμβέι χρόνια να ανυπομονώ να μπω στο σπίτι μου.
Ένας φίλος μου, χαμογελάει και βγαίνει ένα ζεστό φως. Τόσο ζεστό ωστέ διαλύει τα σύννεφα από τα μάτια του -και το μυαλό μου.
Και ένας άλλος, χαμογελάει και με κάνει να αγαπάω τη συννεφιά. Κι άλλο.

Το κεφάλι μου πονάει, από μέσα. Οι μικρές συγκρούσεις με το τζάμι είναι σχεδόν ευχάριστες και διαλύονται τόσο απλά, με μία μόνο κίνηση, μια αλλαγή στάσης. Ποιό το όφελος λοιπόν;
Η Αγγελική. Χαμογελάει τόσο πολύ, τόσο απλά. Και όταν δε χαμογελάει, το κάνει και το τελευταίο κύτταρο του σώματός της. Γνήσια ομορφιά.
Έχω και μια φίλη, που τα χαμόγελά μας, λειτουργούν σαν καθρέφτες. Αποτέλεσμα, να φτάνουν στο άπειρο! Ανήλικα χαμόγελα.
...κι έναν φίλο που χαμογελάει τόσο πολύ, που αναγκάζει τους μύες του προσώπου μου να κινούνται ακούσια, τους πιάνει όλη η αισιοδοξία του κόσμου.

Αναρωτιέμαι τί έκφραση να έχω, είμαι πολύ βαθιά τόση ώρα, κοιτάζω γύρω, κλείνω τα μάτια, ανοίγω τα μάτια, ξεκολλάω το μέτωπο μου από το τζάμι, γέρνω το κεφάλι μου τρίβοντας το μάγουλο στον ώμο μου, το ξανασηκώνω. Πρέπει να έχω ύφος τρίχρονου παιδιού που πρωτομπαίνει σε ένα σπίτι. Ασυναίσθητα αφήνομαι να ακουμπήσω πάλι το κεφάλι μου στο τζάμι. Προσπαθώ να διακρίνω εκφράσεις μέσα από περαστικά παρμπρίζ.

Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2010

Τρίτη

Μια μέρα, γνώρισα ένα μυρμήγκι που κουβαλούσε ένα φανερά βαρύ σπόρο σουσάμι!
Προσφέρθηκα να το βοηθήσω στο κουβάλημα. Απάντησε οτι αν ξαλάφρωνε από το -επιβλητικό- φορτίο του, δεν θα του μιλούσε κανείς σε όλη τη διαδρομή.
Το ρώτησα γιατί δεν δοκίμαζε να μιλήσει αυτό πρώτο! Μου είπε οτι δεν είχε τί να πει χωρίς το βάρος του σουσαμιού να το κάνει ενδιαφέρον.
Το ρώτησα γιατί δεν μιλούσε στους άλλους για τη ζωή του. Μου είπε οτι κανείς δεν ενδιαφέρεται για  τη ζωή ενός μυρμηγκιού αν το ίδιο δεν αποτελεί αντικείμενο θαυμασμού ή ακόμα καλύτερα, συμπόνιας και οίκτου.
Του είπα οτι και να σταματήσει να κουβαλάει, η σκιά του σουσαμιού, μετά από τόσα χρόνια δεν θα το εγκαταλείψει -οτι μπορεί να είναι σίγουρο.
Με κοίταξε με ελπίδα και αμφιβολία και με αποχαιρέτησε ταλαντευόμενο ανάμεσα σε δύο σκέψεις κι έναν κόκκο σουσάμι.

Σήμερα θυμήθηκα οτι δεν με ρώτησε για τη ζωή μου.



Πέμπτη 26 Αυγούστου 2010

Πέμπτη

-Πώς σε λένε;
-Άννα.
-Δηλαδή έτσι θα σε λέω;
-Ναι, δεν έχουν άδικο.
-Εντάξει Άννα. Αλλά αν δεν έχουν αυτοί άδικο, έχεις εσύ.
-Πάντα δεν έχει κάποιος;
-Όχι, όχι, πάντα έχει δίκιο.
-Κατάλαβα. Και μπορείς να απευθύνεσαι σ' εμένα ξέροντας οτι έχεις άδικο;
-Μπορώ να σε κοιτάω στα μάτια, να σου μιλάω και να περιμένω την απάντηση σου. Αλλά να απευθύνομαι στους άλλους.
-Δεν θα μου περνούσε από το μυαλό να τους κλέψω τα λόγια!
-Το ξέρω. Γι' αυτό θα τα λέω σ' εσένα. Και αυτοί θα σου τα κλέβουν.
-Θα είμαι το πρόσχημα;
-Όχι. Η Άννα.

Σάββατο 3 Ιουλίου 2010

Ιούλιος Σίζαρ

"Αυτή την εβδομάδα, πάντα με ακολουθεί η βροχή. 
Μoνίμως μούσκεμα, περπατάω αργά, γλιστρώντας σε κάθε βήμα πάνω στα φτηνά σανδάλια που φοράω από τα δεκαέξι μου. Ησυχία βρίσκω μόνο στις διαδρομές -όση ώρα ούτε είμαι εκεί απ'όπου έφυγα, ούτε ακόμα εκεί που πηγαίνω. Δεν πηγαίνω πουθενά όμως, απλώς πορεύομαι. Υπό άλλες συνθήκες θα με είχε τρομάξει πολύ αυτό, αλλά αυτή τη φορά είναι διαφορετικό. Δεν υπάρχω απλώς, αντίθετα, κάθε μου ανάσα βγαίνει με τόσο κόπο που δεν χωράει καν αμφιβολία για το αν είμαι ζωντανή. Θα με πιστεύατε αν σας έλεγα οτι πεθαίνω; 
Όχι. Οτι ζωγραφίζω χαμόγελα πιο εύκολα από τα σκιτσάκια μου; Πάλι όχι μάλλον -αν και κάτι θα έχετε καταλάβει για εμένα. Θέλω να ξεκουραστώ και κάθε βήμα γίνεται όλο και πιο δύσκολο και συγχρόνως όλο και πιο απαραίτητο. Καθένας που έπιασε το χέρι μου για να με βοηθήσει, δεν άργησε να το αφήσει - δεν έσφιξα το δικό μου γύρω του και νόμισε οτι δεν το είχα ανάγκη! Και να που τώρα το σώμα μου, βαραίνει διπλά στους αστράγαλους μου.
Μην πιάσεις το χέρι μου σε παρακαλώ... να, στο επόμενο βήμα... Αλήθεια, δεν έχω ισορροπία!" 

"Τι παπαριές μουρμουρίζει αυτή;"

Σάββατο 15 Μαΐου 2010

Essential Insanities (Fullmoon)

.
.
.

*Έχω παρατηρήσει οτι σπάνια πίνω νερό όταν πραγματικά διψάω. Επίσης παρατηρώ τα χρώματα γύρω μου, αντιστρόφως ανάλογα με τη διάθεση μου (κι αυτό τον καιρό είμαι σίγουρη οτι ζω στον παράδεισο). Τα χρώματα είναι το προσωπικό μου Η2Ο.





*Σου έχει συμβεί να κολλήσουν τα μάτια σου σε ένα πρόσωπο και να μην μπορείς να τα τραβήξεις από πάνω του;
Ήταν ένα γυναικείο πρόσωπο που καθόταν απέναντι μου στο μετρό. Νεανικό και ταλαιπωρημένο εκ πρώτης όψεως. Γκριζοπράσινα μάτια, λεπτή μύτη, μακριά-κοντά(!) ξανθά μαλλιά γύρω του, αλλά πάνω απ'όλα, πολλές-πολλές αυθάδικες γραμμούλες γύρω από τα χαρακτηριστικά του -ζωγραφισμένες από χέρι άπειρο, αλλά προφανώς ταλαντούχο-, το στόλισμα και η κοκεταρία του. Μιλούσε θυμάμαι σε ένα κινητό που κάπως βρισκόταν δίπλα στο δεξί του αυτί. Ήταν αδύνατο να πάρω τα μάτια μου από πάνω του -τι αμηχανία θεέ μου!





*Όταν πέφτω για ύπνο, μ'αρέσει κάτι να με σκεπάζει -ανεξαρτήτως καιρού. Η γωνίτσα από ένα σεντόνι μου αρκεί. Εκτός από όταν είμαι μαζί σου. Βλέπω την πλάτη σου, είμαι ξεσκέπαστη, το παράθυρο είναι ορθάνοιχτο, ο κόσμος είναι σε τάξη. Bon nuit.





*Πόσο συχνά φοβάμαι να παρέμβω σε έργα του ίδιου μου του εαυτού! Στέκομαι με το πινέλο μου μουδιασμένη. Ίσως δεν έιναι πάντα ο ίδιος.





*Στέκομαι στην άκρη του πεζοδρομίου. Ο οδηγός του πρώτου αυτοκινήτου στο φανάρι, με κοιτάει επίμονα. Γυρνάω και τον κοιτάω κι εγώ. Συνεχίζει. Συνεχίζω. Συνεχίζει. Συνεχίζω. Συνεχ... Βάζω τα γέλια, γυρνάω την πλάτη μου και φεύγω. Ενοχλημένη.





*Πίσω στις μαξιλάρες μου, στο πάτωμα. Φοράω πράσινες κάλτσες που σχηματίζουν ένα BROKEN -BRO στο δεξί, ΚΕΝ στο αριστερό-. Σταυρώνω τα πόδια μου και γράφω KENBRO. Νιώθω μια παράνομη απόλαυση.





*Τα περί σελήνης αργούν ακόμα. Αγαπημένη θέα που επιβεβαιώνει κάθε είδους κλισέ. (Σε ποιόν ταιριάζει η λέξη "χλωμή" δηλαδή αν όχι σ'αυτή;)

.
.
.

Παρασκευή 30 Απριλίου 2010

Τσουφ.

Γεννήθηκα ένα συνηθισμένο πρωινό του Απρίλη -ενώ ήμουν ακόμα μικρό παιδάκι.
Μεγάλωσα μόνη μου. Όχι οτι δεν είχα ανθρώπους γύρω μου, αλλά κατά κάποιο τρόπο, με μεγάλωσα -είχα βλέπεις ήδη τις δικές μου παιδαγωγικές θέσεις. Απ'όταν μπορούσα να σφίξω το χεράκι μου, με θυμάμαι να αδειάζω κρυφά το πρωινό μου γάλα στον φίκο της μαμάς μου, στη γωνιά της κουζίνας και να ξαναγεμίζω το -αδιαφανές- φλυτζάνι μου με το σέρι του μπαμπά μου.
Το πρωινό κυλούσε και όλοι έφτυναν το αγγελούδι που καθόταν με τις ώρες να αγναντεύει το απέραντο γαλάζιο (σαφώς ροδοκόκκινο, αν το ρωτούσαν βέβαια), έστω και με την περίεργη συνήθεια να κάθεται σε αινιγματικές πόζες πάνω στο χορτάρι. Η μητέρα μου καμάρωνε την παιδαγωγική αποτελεσματικότητά της και πάλευε να φτάσει τα ίδια επίπεδα και στην κηπουρική φυτών εσωτερικού χώρου.

Μεγαλώνοντας υιοθέτησα διαφορετικές συνήθειες. Κάπνιζα τσιγάρα από γλυκό καπνό, στριμμένα σε χαρτί από γλυκόριζα και έπινα πολύ (αφρικανικό) καφέ. Έβγαινα βόλτες με φίλες που ήξερα από την τελευταία ανάσα της προηγούμενης ζωής μου, πίναμε μπύρα και γελούσαμε συνεχώς αφήνοντας υπαινιγμούς για εκείνα τα χρόνια -που ήμασταν Ιουλιέτες και Ρωμαίες ταυτόχρονα. Συχνά, (πολύ συχνά για να είμαι ειλικρινής) έβγαινα με άντρες, διάφορους αρρενωπούς τύπους, που έβαζαν τα δυνατά τους για να με ρίξουν, διασκεδάζοντας με τη διεστραμμένη επινοητικότητά τους, που ικανοποιούσε κάθε σύγχρονο μύθο για τις γυναικείες ανάγκες -αν ήξεραν μόνο οτι μου αρκούσε μια ανοιχτή πρόσκληση για το σπίτι τους!

Κάπου τότε γνώρισα εσένα -λίγο μετά, πολύ μετά, τι σημασία έχει; Ήταν στο τρένο φυσικά. Μπήκες στο κουπέ μου, σου είπα γεια και είπες το ίδιο οπότε κατάλαβα οτι με ήθελες -αντέγραφες τις κινήσεις μου. Ρώτησα το όνομα σου, απάντησες με χαμόγελο και με ρώτησες το δικό μου. Χα, πόσο δίκιο είχα από την αρχή. Θυμάμαι οτι για κάποιο λόγο άρχισα να μιλάω για το σπίτι μου και τα παιδικά μου πιώματα. Θυμάμαι οτι τη μισή (οκτάωρη) διαδρομή τη φάγαμε φτιάχνοντας βαρκούλες από κάθε εφημερίδα, περιοδικό και μισολυμένο σταυρόλεξο που βρήκαμε και την άλλη μισή κάνοντας έρωτα πάνω και κάτω από τα καθίσματα. Λίγο πριν φτάσει το τρένο, σκορπίσαμε σ' όλο τον ευρωπαϊκό ουρανό μικρά καραβάκια -αμφιβόλου ναυπηγικής αξίας- και φιλοσοφήσαμε για τη διαφορά αυτής της πράξης μας, με την απλή, πεζή περιβαλλοντική ρύπανση. Τεράστια το δίχως άλλο. Χωριστήκαμε σαν κύριοι -χειραψία, χαμόγελο, κομψότητες, μέχρι που στα δέκα βήματα έμεινε ο καθένας μας με μια με μια μεγαλόπρεπη κολοκύθα αγκαλιά.

Το ίδιο βράδυ ξαγρύπνησα μετρώντας ξανά και ξανά τους ρόζους της ξύλινης οροφής. Πότε μονός, πότε ζυγός ο αριθμός τους. Έπαιζα μαζί τους μια παραλλαγή του παιχνιδιού της μαργαρίτας και δεν μπορούσα να καταλήξω -τι απίστευτη αγωνία! Το επόμενο μεσημέρι κοιμήθηκα αρρωστημένα, πυρετικά, για να ξυπνήσω τρεις μέρες αργότερα. Κάμποσα ζευγάρια μάτια, κάρφωσαν αλύπητα τα δικά μου με το που έκαναν να ξεπροβάλουν -χωρίζοντας δύο δυσαρεστημένα ζευγάρια βλέφαρα.. Ζήτησα από όλους κάτι, παλεύοντας να κάνω τη φωνή μου μπριόζα, απαιτητική. Φέρσου εγωιστικά και άγαρμπα και θα δεις για πότε τους πιάνει η πραγματική γκρίνια και η μιζέρια τους και για πότε εγκαταλείπεται αυτή η ψεύτικη στοργή. Για το αγγελούδι τους.

Από τότε που έφυγαν σου γράφω. Δεν έχω ιδέα πως θα φτάσει στα χέρια σου όμως. Ελπίζω να έρθεις να το πάρεις -αν πρόσεχες την ώρα που μιλούσα για την πόζα πεινασμένη-αρκούδα (πέντε χρονών, πάνω στο γκαζόν) σίγουρα θα μπορέσεις να βρεις το σπίτι. Μόνο ανησυχώ, γιατί την ώρα που τα έλεγα μύριζε ο αέρας πασχαλιά... Δεν αμφιβάλω όμως οτι θα προσπαθήσεις να έρθεις -το ξέρω γιατί δεν προσπάθησες να με κοιτάξεις "βαθιά και τρυφερά στα μάτια", ένα παιχνίδι ήταν όλο κι όλο το βλέμμα σου! Κι ένας καθρέφτης -και με είδα χαμογελαστή.

Τα μπλε μου.

Έχω σκεπαστεί με μια κουβέρτα (κίτρινη) αλλά τουρτουρίζω. Η χαραμάδα του παραθύρου για την -χμ-  αιθαλομίχλη του δωματίου μου φταίει. Είμαι βουτηγμένη μες στις μπογιές και δεν βλέπω μπροστά μου αλλά ποιός χρειάζεται να βλέπει μπροστά του για να ζωγραφίσει!

Σκέφτομαι συνέχεια. Συνηθισμένο, ενδιαφέρον φαινόμενο του ανθρώπινου είδους.
Να, να, απλώς όλο αυτό το κόκκινο και το κίτρινο στα δάχτυλά μου... Δεν ξέρω... Ποτέ δεν τα βρήκαμε μ'αυτά τα χρώματα. Αξιαγάπητα, δεκτόν, αλλά τόση αυτοπεποίθηση πια;
Ρίχνω -με ηδονή και συμπαράσταση- κάμποσο μπλε στην παλέτα μου και βρίσκω παρέα.
Με μπλε τραγουδάει ο Cohen και χαμογελάει η Μόνα Λίζα. Και με μπλε βλέμμα κοιτάζουμε τα αστέρια. Δικό μας.

Θυμάμαι μια μέρα συγκεκριμένη, απίστευτα μπλε. Σου έχουν τύχει τέτοιες;
Ήταν μέρα από την εποχή του καπνού. Αργή, ανακουφιστικά αργή -αν δεν περνούσε και τόσο γρήγορα.
Ξεκίνησε με χορό και τελείωσε κάπου 52 ώρες μετά, μέσα σε σαπουνόφουσκες και φύλλα.
Ήταν σα να κοιμάσαι. Γιατί κυλούσε μόνη της, όμορφα, φυσικά -εγώ δεν κούνησα το δαχτυλάκι μου. 'Ενας τρελός συνδυασμός υπερφόρτωσης συναισθήματος και απάθειας, δεν μπορούσε να πάει στραβά κάτι. Δεν πήγε. Την κρατάμε.




Απλώς...
Απλώς.
Απορία.
Τί κάνεις όταν ξυπνάς τις επόμενες και εισβάλουν αυτά τα κιτρινοκόκκινα από παντού;

Τετάρτη 21 Απριλίου 2010

Αρχή.

«Ορκίζομαι να πω την αλήθεια και μόνο την αλήθεια.»
Ορκίζομαι…



Στο αρκουδάκι.

Essential insanities -linked to the moon.

.
.
.

*Περπατούσα και αναρωτιόμουν γιατί ζαλίστηκα πάλι με την πρώτη τζούρα.
Τώρα σκέφτομαι οτι ίσως είναι γιατί τελευταία δουλεύω περισσότερο απ' όσο κοιμάμαι, πίνω περισσότερο απ'όσο τρώω, καπνίζω συχνότερα απ'όσο αναπνέω.
Βλέπω συχνότερα εφιάλτες απ'όσο ονειρέυομαι. Ίσως γι'αυτό.





*Κάποτε θα νιώσω ευτυχισμένη. Μια στιγμή εννοώ. Με παρακαλώ να το προσέξω.
"25/4/2013, 22:41, Κοιτάζω τ'αστέρια και δεν θέλω να τα φτασω. Τα περιμένω."





*Θέλω μια μέρα να μείνω στο κρεβάτι και να μην σηκωθώ για τίποτα και για κανέναν.

Ναι καλά. Αχαχαχα!





*M' αρέσουν πάντως τα όνειρα -τόσο γοητευτικά. Και δεν σηκώνουν μαγκιές.
"Φίλε μου ξέχνα τον καθρέφτη, τώρα βλέπεις από πίσω."
Ράγισε κι ο καθρέφτης μου.





* Όσο σε κοιτάζω τόσο ομορφαίνεις -το κάνουν τα μάτια σου αυτό. Βουτιά στην κόρη τους και φτάνεις στον ουρανό. Ή στη θάλασσα.

~για σας τους τρεις~.





*"Και για μια στιγμή ευχήθηκα να ήμουν εσύ. Για να με αγαπάει κάποιος τόσο!
Από την άλλη, δεν θα είχα εσένα."





* Ξέρεις γιατί μ'αρέσει να ζωγραφίζω; Μ΄αρέσει όταν ο εαυτός μου απλώς βλέπει. Όχι όπως είναι τα πράγματα -ειλικρινά δεν έχω ιδέα-, απλώς όπως του ζητάνε να τα ζωγραφίσει.
Πάντα τους λέω ναι!





* Νομίζω οτι η αγάπη μου για τον ουρανό είναι μεγαλύτερη από την αγάπη μου για τη θάλασσα.
Ίσως επειδή δεν έχω καλή σχέση με τους καθρέφτες. Ή ίσως επειδή ο ουρανός είναι πιο ειλικρινής -η άλλη η κυρία, φρόντισε να ξεγελάσει τους πάντες με το αλάτι της.
Αφού μόνο γι' αυτόν έχει μάτια, ποιόν κοροϊδεύει.





*Στο μπαλκόνι. Σκοτάδι, τσιγάρο, κρασί και μουσική στ'αυτιά (δική μου). Σχεδόν ευτυχία.
Δίπλα μου είναι μια άδεια καρέκλα -γιατί δεν τη μαζεύω;





*Έχω γίνει σκέτος βραχνάς στο δωμάτιό μου. Πρώτα το φτιάχνω όμορφο -πως να μην είναι φιλάρεσκο μετά- και μετά το ραντίζω με καφέ, το πασπαλίζω με στάχτη, το πιτσιλάω με μπογιά, του πετάω χαρτιά. Ή και ρούχα.
"Γυναίκες", θα λέει.





*Και οι λίμνες είναι ειλικρινείς, καμμία σχέση με τη θάλασσα. Μπορεί να είναι καθρέφτες αλλά ξέρουν οτι χωράνε μόνο ένα μικρό κομματάκι (3 σύννεφα και 10 αστεράκια), πως να το πάρουν πάνω τους μετά; Μία από αυτές κάποτε μου έμαθε τί είμαι. Θα σου πω γι'αυτή.





*(Θεοί, γράφω για λίμνες. Πρέπει να κοιμηθώ. Και να ξαναπιώ καφέ. Με όποια σειρά να 'ναι.)





*Λίγο ακόμα και θα έγραφα για τη σελήνη. Κάποτε. Είναι από τα μυστικά άλλωστε.

.
.
.