Παρασκευή 30 Απριλίου 2010

Τσουφ.

Γεννήθηκα ένα συνηθισμένο πρωινό του Απρίλη -ενώ ήμουν ακόμα μικρό παιδάκι.
Μεγάλωσα μόνη μου. Όχι οτι δεν είχα ανθρώπους γύρω μου, αλλά κατά κάποιο τρόπο, με μεγάλωσα -είχα βλέπεις ήδη τις δικές μου παιδαγωγικές θέσεις. Απ'όταν μπορούσα να σφίξω το χεράκι μου, με θυμάμαι να αδειάζω κρυφά το πρωινό μου γάλα στον φίκο της μαμάς μου, στη γωνιά της κουζίνας και να ξαναγεμίζω το -αδιαφανές- φλυτζάνι μου με το σέρι του μπαμπά μου.
Το πρωινό κυλούσε και όλοι έφτυναν το αγγελούδι που καθόταν με τις ώρες να αγναντεύει το απέραντο γαλάζιο (σαφώς ροδοκόκκινο, αν το ρωτούσαν βέβαια), έστω και με την περίεργη συνήθεια να κάθεται σε αινιγματικές πόζες πάνω στο χορτάρι. Η μητέρα μου καμάρωνε την παιδαγωγική αποτελεσματικότητά της και πάλευε να φτάσει τα ίδια επίπεδα και στην κηπουρική φυτών εσωτερικού χώρου.

Μεγαλώνοντας υιοθέτησα διαφορετικές συνήθειες. Κάπνιζα τσιγάρα από γλυκό καπνό, στριμμένα σε χαρτί από γλυκόριζα και έπινα πολύ (αφρικανικό) καφέ. Έβγαινα βόλτες με φίλες που ήξερα από την τελευταία ανάσα της προηγούμενης ζωής μου, πίναμε μπύρα και γελούσαμε συνεχώς αφήνοντας υπαινιγμούς για εκείνα τα χρόνια -που ήμασταν Ιουλιέτες και Ρωμαίες ταυτόχρονα. Συχνά, (πολύ συχνά για να είμαι ειλικρινής) έβγαινα με άντρες, διάφορους αρρενωπούς τύπους, που έβαζαν τα δυνατά τους για να με ρίξουν, διασκεδάζοντας με τη διεστραμμένη επινοητικότητά τους, που ικανοποιούσε κάθε σύγχρονο μύθο για τις γυναικείες ανάγκες -αν ήξεραν μόνο οτι μου αρκούσε μια ανοιχτή πρόσκληση για το σπίτι τους!

Κάπου τότε γνώρισα εσένα -λίγο μετά, πολύ μετά, τι σημασία έχει; Ήταν στο τρένο φυσικά. Μπήκες στο κουπέ μου, σου είπα γεια και είπες το ίδιο οπότε κατάλαβα οτι με ήθελες -αντέγραφες τις κινήσεις μου. Ρώτησα το όνομα σου, απάντησες με χαμόγελο και με ρώτησες το δικό μου. Χα, πόσο δίκιο είχα από την αρχή. Θυμάμαι οτι για κάποιο λόγο άρχισα να μιλάω για το σπίτι μου και τα παιδικά μου πιώματα. Θυμάμαι οτι τη μισή (οκτάωρη) διαδρομή τη φάγαμε φτιάχνοντας βαρκούλες από κάθε εφημερίδα, περιοδικό και μισολυμένο σταυρόλεξο που βρήκαμε και την άλλη μισή κάνοντας έρωτα πάνω και κάτω από τα καθίσματα. Λίγο πριν φτάσει το τρένο, σκορπίσαμε σ' όλο τον ευρωπαϊκό ουρανό μικρά καραβάκια -αμφιβόλου ναυπηγικής αξίας- και φιλοσοφήσαμε για τη διαφορά αυτής της πράξης μας, με την απλή, πεζή περιβαλλοντική ρύπανση. Τεράστια το δίχως άλλο. Χωριστήκαμε σαν κύριοι -χειραψία, χαμόγελο, κομψότητες, μέχρι που στα δέκα βήματα έμεινε ο καθένας μας με μια με μια μεγαλόπρεπη κολοκύθα αγκαλιά.

Το ίδιο βράδυ ξαγρύπνησα μετρώντας ξανά και ξανά τους ρόζους της ξύλινης οροφής. Πότε μονός, πότε ζυγός ο αριθμός τους. Έπαιζα μαζί τους μια παραλλαγή του παιχνιδιού της μαργαρίτας και δεν μπορούσα να καταλήξω -τι απίστευτη αγωνία! Το επόμενο μεσημέρι κοιμήθηκα αρρωστημένα, πυρετικά, για να ξυπνήσω τρεις μέρες αργότερα. Κάμποσα ζευγάρια μάτια, κάρφωσαν αλύπητα τα δικά μου με το που έκαναν να ξεπροβάλουν -χωρίζοντας δύο δυσαρεστημένα ζευγάρια βλέφαρα.. Ζήτησα από όλους κάτι, παλεύοντας να κάνω τη φωνή μου μπριόζα, απαιτητική. Φέρσου εγωιστικά και άγαρμπα και θα δεις για πότε τους πιάνει η πραγματική γκρίνια και η μιζέρια τους και για πότε εγκαταλείπεται αυτή η ψεύτικη στοργή. Για το αγγελούδι τους.

Από τότε που έφυγαν σου γράφω. Δεν έχω ιδέα πως θα φτάσει στα χέρια σου όμως. Ελπίζω να έρθεις να το πάρεις -αν πρόσεχες την ώρα που μιλούσα για την πόζα πεινασμένη-αρκούδα (πέντε χρονών, πάνω στο γκαζόν) σίγουρα θα μπορέσεις να βρεις το σπίτι. Μόνο ανησυχώ, γιατί την ώρα που τα έλεγα μύριζε ο αέρας πασχαλιά... Δεν αμφιβάλω όμως οτι θα προσπαθήσεις να έρθεις -το ξέρω γιατί δεν προσπάθησες να με κοιτάξεις "βαθιά και τρυφερά στα μάτια", ένα παιχνίδι ήταν όλο κι όλο το βλέμμα σου! Κι ένας καθρέφτης -και με είδα χαμογελαστή.

Τα μπλε μου.

Έχω σκεπαστεί με μια κουβέρτα (κίτρινη) αλλά τουρτουρίζω. Η χαραμάδα του παραθύρου για την -χμ-  αιθαλομίχλη του δωματίου μου φταίει. Είμαι βουτηγμένη μες στις μπογιές και δεν βλέπω μπροστά μου αλλά ποιός χρειάζεται να βλέπει μπροστά του για να ζωγραφίσει!

Σκέφτομαι συνέχεια. Συνηθισμένο, ενδιαφέρον φαινόμενο του ανθρώπινου είδους.
Να, να, απλώς όλο αυτό το κόκκινο και το κίτρινο στα δάχτυλά μου... Δεν ξέρω... Ποτέ δεν τα βρήκαμε μ'αυτά τα χρώματα. Αξιαγάπητα, δεκτόν, αλλά τόση αυτοπεποίθηση πια;
Ρίχνω -με ηδονή και συμπαράσταση- κάμποσο μπλε στην παλέτα μου και βρίσκω παρέα.
Με μπλε τραγουδάει ο Cohen και χαμογελάει η Μόνα Λίζα. Και με μπλε βλέμμα κοιτάζουμε τα αστέρια. Δικό μας.

Θυμάμαι μια μέρα συγκεκριμένη, απίστευτα μπλε. Σου έχουν τύχει τέτοιες;
Ήταν μέρα από την εποχή του καπνού. Αργή, ανακουφιστικά αργή -αν δεν περνούσε και τόσο γρήγορα.
Ξεκίνησε με χορό και τελείωσε κάπου 52 ώρες μετά, μέσα σε σαπουνόφουσκες και φύλλα.
Ήταν σα να κοιμάσαι. Γιατί κυλούσε μόνη της, όμορφα, φυσικά -εγώ δεν κούνησα το δαχτυλάκι μου. 'Ενας τρελός συνδυασμός υπερφόρτωσης συναισθήματος και απάθειας, δεν μπορούσε να πάει στραβά κάτι. Δεν πήγε. Την κρατάμε.




Απλώς...
Απλώς.
Απορία.
Τί κάνεις όταν ξυπνάς τις επόμενες και εισβάλουν αυτά τα κιτρινοκόκκινα από παντού;

Τετάρτη 21 Απριλίου 2010

Αρχή.

«Ορκίζομαι να πω την αλήθεια και μόνο την αλήθεια.»
Ορκίζομαι…



Στο αρκουδάκι.

Essential insanities -linked to the moon.

.
.
.

*Περπατούσα και αναρωτιόμουν γιατί ζαλίστηκα πάλι με την πρώτη τζούρα.
Τώρα σκέφτομαι οτι ίσως είναι γιατί τελευταία δουλεύω περισσότερο απ' όσο κοιμάμαι, πίνω περισσότερο απ'όσο τρώω, καπνίζω συχνότερα απ'όσο αναπνέω.
Βλέπω συχνότερα εφιάλτες απ'όσο ονειρέυομαι. Ίσως γι'αυτό.





*Κάποτε θα νιώσω ευτυχισμένη. Μια στιγμή εννοώ. Με παρακαλώ να το προσέξω.
"25/4/2013, 22:41, Κοιτάζω τ'αστέρια και δεν θέλω να τα φτασω. Τα περιμένω."





*Θέλω μια μέρα να μείνω στο κρεβάτι και να μην σηκωθώ για τίποτα και για κανέναν.

Ναι καλά. Αχαχαχα!





*M' αρέσουν πάντως τα όνειρα -τόσο γοητευτικά. Και δεν σηκώνουν μαγκιές.
"Φίλε μου ξέχνα τον καθρέφτη, τώρα βλέπεις από πίσω."
Ράγισε κι ο καθρέφτης μου.





* Όσο σε κοιτάζω τόσο ομορφαίνεις -το κάνουν τα μάτια σου αυτό. Βουτιά στην κόρη τους και φτάνεις στον ουρανό. Ή στη θάλασσα.

~για σας τους τρεις~.





*"Και για μια στιγμή ευχήθηκα να ήμουν εσύ. Για να με αγαπάει κάποιος τόσο!
Από την άλλη, δεν θα είχα εσένα."





* Ξέρεις γιατί μ'αρέσει να ζωγραφίζω; Μ΄αρέσει όταν ο εαυτός μου απλώς βλέπει. Όχι όπως είναι τα πράγματα -ειλικρινά δεν έχω ιδέα-, απλώς όπως του ζητάνε να τα ζωγραφίσει.
Πάντα τους λέω ναι!





* Νομίζω οτι η αγάπη μου για τον ουρανό είναι μεγαλύτερη από την αγάπη μου για τη θάλασσα.
Ίσως επειδή δεν έχω καλή σχέση με τους καθρέφτες. Ή ίσως επειδή ο ουρανός είναι πιο ειλικρινής -η άλλη η κυρία, φρόντισε να ξεγελάσει τους πάντες με το αλάτι της.
Αφού μόνο γι' αυτόν έχει μάτια, ποιόν κοροϊδεύει.





*Στο μπαλκόνι. Σκοτάδι, τσιγάρο, κρασί και μουσική στ'αυτιά (δική μου). Σχεδόν ευτυχία.
Δίπλα μου είναι μια άδεια καρέκλα -γιατί δεν τη μαζεύω;





*Έχω γίνει σκέτος βραχνάς στο δωμάτιό μου. Πρώτα το φτιάχνω όμορφο -πως να μην είναι φιλάρεσκο μετά- και μετά το ραντίζω με καφέ, το πασπαλίζω με στάχτη, το πιτσιλάω με μπογιά, του πετάω χαρτιά. Ή και ρούχα.
"Γυναίκες", θα λέει.





*Και οι λίμνες είναι ειλικρινείς, καμμία σχέση με τη θάλασσα. Μπορεί να είναι καθρέφτες αλλά ξέρουν οτι χωράνε μόνο ένα μικρό κομματάκι (3 σύννεφα και 10 αστεράκια), πως να το πάρουν πάνω τους μετά; Μία από αυτές κάποτε μου έμαθε τί είμαι. Θα σου πω γι'αυτή.





*(Θεοί, γράφω για λίμνες. Πρέπει να κοιμηθώ. Και να ξαναπιώ καφέ. Με όποια σειρά να 'ναι.)





*Λίγο ακόμα και θα έγραφα για τη σελήνη. Κάποτε. Είναι από τα μυστικά άλλωστε.

.
.
.